υπτιώ

υπτιώ
(I)
-άω, Α [ὕπτιος]
(ποιητ. τ.) υπτιάζω.
————————
(II)
-όω, ΜΑ [ὕπτιος]
μσν.
μτφ. επαίρομαι, κομπάζω
αρχ.
1. (μτβ.) υπτιάζω
2. (για τόπο) έχω ομαλή κλίση
3. παθ. ὑπτιοῡμαι, -όομαι
α) ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ὑπτιοῡτο σκάφη νεῶν», Αισχύλ.)
β) μτφ. γίνομαι άτονος, χαλαρός («ὄρεξις ὑπτιωμένη», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπτίῳ — ὕπτιος laid on one s back masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”